συνθηρατης

συνθηρατης
    συνθηρατής
    συν-θηρᾱτής
    -οῦ ὅ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать
    

(τῶν φίλων Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συνθηρατης" в других словарях:

  • συνθηρατής — συνθηρᾱτής , συνθηρατής one who joins in quest of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηρατής — ὁ, Α [συνθηρῶ] αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ξυνθηρατάς — συνθηρᾱτά̱ς , συνθηρατής one who joins in quest of masc acc pl συνθηρᾱτά̱ς , συνθηρατής one who joins in quest of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηρευτής — ὁ, Α [συνθηρεύω] συνθηρατής* …   Dictionary of Greek

  • συνθηραταί — συνθηρᾱταί , συνθηρατής one who joins in quest of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηρατῶν — συνθηρᾱτῶν , συνθηρατής one who joins in quest of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»